- γνάφαλον
- γνάφαλοςbirdmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
LINGONICUM Tomentum — Galliarum inventum est, teste Plin. l. 8. c. 48. Lana viz. brevis forcipibus desecta aut in poliendo a fullone de pannis rudibus aut inter polatis detracta, quâ infarciebantur culcitae, s. Fartum ex lana caesa, resa, tonsae, unde nomen, facum.… … Hofmann J. Lexicon universale
γνάφαλο — και γνέφαλο και νάφαλο και νούφαλο, το (AM γνάφαλον και γνάφαλλον, Α και κνάφαλλον και κνέφαλλον) [γνάπτω] μικρά κομμάτια από νήματα και κλωστές, κατάλληλα για να γεμίσουν μαξιλάρια και στρώματα νεοελλ. (συνήθως πληθ.) τρίχες ή κομμάτια από… … Dictionary of Greek
γναφαλάγρα — η εργαλείο με το οποίο πιάνουν τα γνάφαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γνάφαλον + άγρα] … Dictionary of Greek